Απελευθερώνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: απελευθερώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ослободиме, ослободат, ја ослободат, се ослободат, се ослободи
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελευθερώνω
απελευθερώνω συνώνυμα, απελευθερώνω μετάφραση, απελευθερώνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, απελευθερώνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- απειρία στα σλαβομακεδονικά - неискуство, неискуството, неискуството на, неискуство или лекомисленост
- απελαύνω στα σλαβομακεδονικά - протера, протераат, избрка, ги избрка, протерување на
- απελπισμένος στα σλαβομακεδονικά - безнадежна, безнадежно, безнадежни, безизлезна, безнадежен
- απενεργοποιώ στα σλαβομακεδονικά - оневозможи, оневозможите, се оневозможи, исклучите, го исклучите
Τυχαίες λέξεις
Απελευθερώνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: ослободиме, ослободат, ја ослободат, се ослободат, се ослободи
Μεταφράσεις: ослободиме, ослободат, ја ослободат, се ослободат, се ослободи