Απελευθερώνω στα δανικά
Μετάφραση: απελευθερώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
befri, frigøre, frigive, frigør, at befri
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελευθερώνω
απελευθερώνω συνώνυμα, απελευθερώνω μετάφραση, απελευθερώνω λεξικό γλώσσας δανικά, απελευθερώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- απειρία στα δανικά - uerfarenhed, manglende erfaring, erfaring, mangel på erfaring, uerfaren
- απελαύνω στα δανικά - bortvise, udvise, uddrive, udvisning, udsende
- απελπισμένος στα δανικά - håbløs, håbløst, håbløse, haabløs
- απενεργοποιώ στα δανικά - deaktivere, deaktiverer, deaktiveres, deaktiver, slå
Τυχαίες λέξεις
Απελευθερώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: befri, frigøre, frigive, frigør, at befri
Μεταφράσεις: befri, frigøre, frigive, frigør, at befri