Αποθήκη στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αποθήκη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
склад, складова, склада, складове
Αποθήκη στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποθήκη

αποθήκη ηλιούπολη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη κήπου, αποθήκη english, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αποθήκη στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αποθέωση στα βουλγαρικά - апотеоз, апотеоз на, апотеоза, прослава, обожествяване
  • αποθήκευση στα βουλγαρικά - хранилище, съхранение, складиране, за съхранение, съхраняване, склад
  • αποθανών στα βουλγαρικά - покойник, починал, починалия, на починалия, е починал
  • αποθαρρύνω στα βουλγαρικά - обезсърчавам, обезкуражава, обезсърчи, загубвам кураж
Τυχαίες λέξεις
Αποθήκη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: склад, складова, склада, складове