Αποθήκη στα ουκρανικά

Μετάφραση: αποθήκη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виробу, вироби, товари, заспокійливий, спокійний, склад, складське устаткування, складське, складу
Αποθήκη στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποθήκη

αποθήκη ηλιούπολη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη κήπου, αποθήκη english, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποθήκη στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αποθέωση στα ουκρανικά - славлення, уславлення, обожнювання, апофеоз
  • αποθήκευση στα ουκρανικά - накопичення, нагромадження, збереження, сховище, зберігання
  • αποθανών στα ουκρανικά - фіксування, запирання, омирається, померлий, помер, який помер, померла, ...
  • αποθαρρύνω στα ουκρανικά - перешкоджати, відговорювати, відмовити, приводити, призводити, наводити, спричинить, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποθήκη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: виробу, вироби, товари, заспокійливий, спокійний, склад, складське устаткування, складське, складу