Αποθήκη στα λιθουανικά

Μετάφραση: αποθήκη, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sandėlis, sandėlio, sandėliavimo, sandėlių, sandėlį
Αποθήκη στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποθήκη

αποθήκη ηλιούπολη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη κήπου, αποθήκη english, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αποθήκη στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αποθέωση στα λιθουανικά - idealas, aukštinimas, apoteozė, apotheosis, Apoteoza, Apoteoze
  • αποθήκευση στα λιθουανικά - sandėlis, parkas, saugykla, depas, saugojimas, sandėliavimas, laikymas, ...
  • αποθανών στα λιθουανικά - velionis, mirusiojo, mirė, mirę, miręs
  • αποθαρρύνω στα λιθουανικά - atimti drąsą, Ištirti, Atbaidyti, Atimta viltis, Deprymować
Τυχαίες λέξεις
Αποθήκη στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sandėlis, sandėlio, sandėliavimo, sandėlių, sandėlį