Αυλικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αυλικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
придворен, царедворец, дворянин, кавалер
Αυλικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυλικός

αυλικόσ συνώνυμα, αυλικός λεξικό, αυλικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αυλικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αυλακώνω στα βουλγαρικά - бразда, улей, набръчквам, дълбока бръчка, ора
  • αυλητής στα βουλγαρικά - флейтист, гайдар, свирач, Пайпър, Piper, на Пайпър
  • αυλόπορτα στα βουλγαρικά - порта, врата, портата, вратата, врати
  • αυλός στα βουλγαρικά - флейта, тръба, флейтата, свирката, свирка, на свирката
Τυχαίες λέξεις
Αυλικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: придворен, царедворец, дворянин, кавалер