Αυλικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: αυλικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoveling, courtier, hovelingen
Αυλικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυλικός

αυλικόσ συνώνυμα, αυλικός λεξικό, αυλικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυλικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αυλακώνω στα ολλανδικά - gleuf, groef, sponning, rimpel, doorploegen, De Voor, furrow
  • αυλητής στα ολλανδικά - doedelzakspeler, fluitspeler, Piper, pijper, rattenvanger
  • αυλόπορτα στα ολλανδικά - draaihek, poort, deur, gate, hek, de poort
  • αυλός στα ολλανδικά - kanaal, steel, fluit, roer, leidingen, pijp, slang, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυλικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hoveling, courtier, hovelingen