Αυστηρός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αυστηρός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тежък, тежка, тежко, тежки, силна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυστηρός
αυστηρός συνώνυμα, αυστηρός μετάφραση, αυστηρός συνώνυμο, αυστηρός ρυθμός, αυστηρόσ ετυμολογία, αυστηρός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αυστηρός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αυξομειώνω στα βουλγαρικά - колебае, варира, променя, се колебае, се променя
- αυστηρά στα βουλγαρικά - строго, стриктно, точно, абсолютно, стриктно да
- αυστηρότητα στα βουλγαρικά - строгост, взискателност, строгостта, стриктност, точност
- αυτά στα βουλγαρικά - им, тези, те, тях, това, на тези
Τυχαίες λέξεις
Αυστηρός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тежък, тежка, тежко, тежки, силна
Μεταφράσεις: тежък, тежка, тежко, тежки, силна