Αυστηρός στα τούρκικα
Μετάφραση: αυστηρός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keskin, dip, eğilmez, bükülmez, sert, ağır, şiddetli, ciddi, ciddi bir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυστηρός
αυστηρός συνώνυμα, αυστηρός μετάφραση, αυστηρός συνώνυμο, αυστηρός ρυθμός, αυστηρόσ ετυμολογία, αυστηρός λεξικό γλώσσας τούρκικα, αυστηρός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αυξομειώνω στα τούρκικα - değişmek, dalgalanma, dalgalanmalar, dalgalanır, değişiklik gösterir, dalgalandığı
- αυστηρά στα τούρκικα - kesinlikle, sıkı, kesin, sıkı bir, katı
- αυστηρότητα στα τούρκικα - katılık, katılığı, sıkı tutum, sıkı olması, sıkı disiplin
- αυτά στα τούρκικα - bunlar, bu, şu, bu gibi
Τυχαίες λέξεις
Αυστηρός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: keskin, dip, eğilmez, bükülmez, sert, ağır, şiddetli, ciddi, ciddi bir
Μεταφράσεις: keskin, dip, eğilmez, bükülmez, sert, ağır, şiddetli, ciddi, ciddi bir