Βηματίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: βηματίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шап, крача, обикалям, крачка, крачи, вървя с големи крачки
Βηματίζω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βηματίζω

βηματίζω κιλκίς, βηματίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βηματίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • βερνίκι στα βουλγαρικά - полски, лак, лакове, лак за
  • βερνικώνω στα βουλγαρικά - лак, глеч, полиране, полски, за нокти, полски език
  • βιάζομαι στα βουλγαρικά - бързам, побързайте, бързаме, побързаме, побързай
  • βιαιοπραγία στα βουλγαρικά - батерия, батерията, на батерията, батерии, батериите
Τυχαίες λέξεις
Βηματίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: шап, крача, обикалям, крачка, крачи, вървя с големи крачки