Βηματίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: βηματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
східці, редан, ходе, інтервал, хід, алюр, стрибок, крок
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βηματίζω
βηματίζω κιλκίς, βηματίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βηματίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βερνίκι στα ουκρανικά - поліомієліт, лак
- βερνικώνω στα ουκρανικά - пустуне, шибеник, пустун, польський, польська, польську, польське, ...
- βιάζομαι στα ουκρανικά - поспішати, квапливість, спішити, поспішність, квапитися, квапитись
- βιαιοπραγία στα ουκρανικά - напад, атака, нападати, штурм, штурмувати, акумулятор, аккумулятор
Τυχαίες λέξεις
Βηματίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: східці, редан, ходе, інтервал, хід, алюр, стрибок, крок
Μεταφράσεις: східці, редан, ходе, інтервал, хід, алюр, стрибок, крок