Βηματίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: βηματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skref, trappa, áfangi, fet, vaða
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βηματίζω
βηματίζω κιλκίς, βηματίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βηματίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- βερνίκι στα ισλανδικά - fága, fægja, lakk, lakki, lökk
- βερνικώνω στα ισλανδικά - polish, pólska
- βιάζομαι στα ισλανδικά - flýta, drífa, flýtir, að drífa, flýta mér
- βιαιοπραγία στα ισλανδικά - rafhlaða, rafhlaðan, rafhlöðu, rafhlöðuna, rafhlöðunnar
Τυχαίες λέξεις
Βηματίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skref, trappa, áfangi, fet, vaða
Μεταφράσεις: skref, trappa, áfangi, fet, vaða