Βηματίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: βηματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
terpesztávolság, lépked, lépés, léptekkel, stride, haladt előre
Βηματίζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βηματίζω

βηματίζω κιλκίς, βηματίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βηματίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • βερνίκι στα ουγγρικά - lengyel, lakk, lakkok, festékanygok, lakkot
  • βερνικώνω στα ουγγρικά - fénymáz, politúrozás, lengyel, polish, a lengyel, fényező, lakk
  • βιάζομαι στα ουγγρικά - siet, siess, sietni, siessen
  • βιαιοπραγία στα ουγγρικά - ostromlás, akkumulátor, akkumulátort, elem, az akkumulátor, akku
Τυχαίες λέξεις
Βηματίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: terpesztávolság, lépked, lépés, léptekkel, stride, haladt előre