Διαμένω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διαμένω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
живея, живеят, живее, живеем, живеете
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαμένω
διαμένω ορισμόσ, διαμένω συνώνυμα, διαμένω μονιμα, διαμένω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαμένω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαμάντι στα βουλγαρικά - диамант, диамантени, диамантен, диамантено
- διαμάχη στα βουλγαρικά - полемика, конфронтация, конфликт, конфликти, на конфликти, конфликта, противоречие
- διαμέρισμα στα βουλγαρικά - квартира, апартамент, апартаменти, апартамента, жилище
- διαμέσου στα βουλγαρικά - през, чрез, посредством, по, до
Τυχαίες λέξεις
Διαμένω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: живея, живеят, живее, живеем, живеете
Μεταφράσεις: живея, живеят, живее, живеем, живеете