Διαμένω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαμένω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
habitar, morar, interrupção, anão, viver, vivem, ao vivo, vivo
Διαμένω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμένω

διαμένω ορισμόσ, διαμένω συνώνυμα, διαμένω μονιμα, διαμένω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαμένω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαμάντι στα πορτογαλικά - diâmetro, diamante, diamantes, de diamante, de diamantes, do diamante
  • διαμάχη στα πορτογαλικά - controvérsia, conflito, conflitos, de conflitos, o conflito, conflito de
  • διαμέρισμα στα πορτογαλικά - igual, apartamento, plano, alargamento, chato, liso, chão, ...
  • διαμέσου στα πορτογαλικά - pronto, através, pela, por, pelo, pelos, pelas, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαμένω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: habitar, morar, interrupção, anão, viver, vivem, ao vivo, vivo