Διαπραγματευτής στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διαπραγματευτής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посредник, преговарящ, преговарящ на, преговарящ за, преговарящ по
Διαπραγματευτής στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπραγματευτής

ειδικόσ διαπραγματευτήσ, μαυρογιάννης διαπραγματευτής, προσεκτικόσ διαπραγματευτήσ, βασικός διαπραγματευτής, διαπραγματευτής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαπραγματευτής στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διαπρέπω στα βουλγαρικά - превъзходен, виден, отличен, Този превъзходен, изтъкнатата
  • διαπραγμάτευση στα βουλγαρικά - договаряне, преговори, преговорите, преговорния, на преговори
  • διαπραγματεύομαι στα βουλγαρικά - преговарям, разисквам, Парли, Parley, преговори
  • διαπρεπής στα βουλγαρικά - превъзходен, виден, отличен, Този превъзходен, изтъкнатата
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγματευτής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: посредник, преговарящ, преговарящ на, преговарящ за, преговарящ по