Διαπραγματευτής στα δανικά
Μετάφραση: διαπραγματευτής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forhandler, forhandleren, forhandlingspartner, forhandlingsleder
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπραγματευτής
ειδικόσ διαπραγματευτήσ, μαυρογιάννης διαπραγματευτής, προσεκτικόσ διαπραγματευτήσ, βασικός διαπραγματευτής, διαπραγματευτής λεξικό γλώσσας δανικά, διαπραγματευτής στα δανικά
Μεταφράσεις
- διαπρέπω στα δανικά - fremtrædende, preeminent, mest fremtrædende, reviewet, overlegne
- διαπραγμάτευση στα δανικά - forhandling, forhandlinger, forhandlingerne, forhandlingsprocessen, forhandlingen
- διαπραγματεύομαι στα δανικά - parley, kvoctrain, Parleys, af Parley
- διαπρεπής στα δανικά - fremtrædende, preeminent, mest fremtrædende, reviewet, overlegne
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγματευτής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forhandler, forhandleren, forhandlingspartner, forhandlingsleder
Μεταφράσεις: forhandler, forhandleren, forhandlingspartner, forhandlingsleder