Διαρκώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διαρκώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
издържам, търпя, издържи, издържат, издържим
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαρκώ
διαρκώ παρατατικοσ, διαρκώ αόριστος, διαρκώ στα αγγλικά, διαρκώ συνωνυμα, διαρκώ κλίση, διαρκώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαρκώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαρκής στα βουλγαρικά - упорния, постоянен, постоянно, постоянна, константа, непрекъснато
- διαρκείας στα βουλγαρικά - сезон, сезона, период, на сезона
- διαρρέω στα βουλγαρικά - теч, прониквам, просмуче, се просмуче, се просмукват, просмука
- διαρρήκτης στα βουλγαρικά - обирник, крадец, взлом, охранната, кражба
Τυχαίες λέξεις
Διαρκώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: издържам, търпя, издържи, издържат, издържим
Μεταφράσεις: издържам, търпя, издържи, издържат, издържим