Διαρκώ στα δανικά
Μετάφραση: διαρκώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbigangen, vare, sidst, udholde, holde, at udholde, holde ud, tåle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαρκώ
διαρκώ παρατατικοσ, διαρκώ αόριστος, διαρκώ στα αγγλικά, διαρκώ συνωνυμα, διαρκώ κλίση, διαρκώ λεξικό γλώσσας δανικά, διαρκώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- διαρκής στα δανικά - uafbrudt, konstant, konstante, løbende, en konstant, stadig
- διαρκείας στα δανικά - årstid, sæson, sæsonen, grundspillet
- διαρρέω στα δανικά - sive, brud, siver, trænge, at sive, sive ind
- διαρρήκτης στα δανικά - indbrudstyv, tyven, tyv, tyverialarm, tyverisikring
Τυχαίες λέξεις
Διαρκώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forbigangen, vare, sidst, udholde, holde, at udholde, holde ud, tåle
Μεταφράσεις: forbigangen, vare, sidst, udholde, holde, at udholde, holde ud, tåle