Διαρκώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: διαρκώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
síðastur, endast, vara, standa, þola, að þola, standast, þola mátti, þolað
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαρκώ
διαρκώ παρατατικοσ, διαρκώ αόριστος, διαρκώ στα αγγλικά, διαρκώ συνωνυμα, διαρκώ κλίση, διαρκώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διαρκώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διαρκής στα ισλανδικά - stöðugur, fasti, stöðug, stöðugt, stöðugum
- διαρκείας στα ισλανδικά - árstíð, Tímabil, tímabili, Season, skipti
- διαρρέω στα ισλανδικά - seytla, síast
- διαρρήκτης στα ισλανδικά - innbrotsþjófur, burglar
Τυχαίες λέξεις
Διαρκώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: síðastur, endast, vara, standa, þola, að þola, standast, þola mátti, þolað
Μεταφράσεις: síðastur, endast, vara, standa, þola, að þola, standast, þola mátti, þolað