Διαρκώ στα τούρκικα
Μετάφραση: διαρκώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesin, geçen, kati, katlanmak, tahammül, dayanıklı olmak, dayanmak, dayanıklı
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαρκώ
διαρκώ παρατατικοσ, διαρκώ αόριστος, διαρκώ στα αγγλικά, διαρκώ συνωνυμα, διαρκώ κλίση, διαρκώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, διαρκώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διαρκής στα τούρκικα - sürekli, devamlı, sabit, sabit bir, sabiti, sürekli bir
- διαρκείας στα τούρκικα - dayanıklı, sezon, Bu sezon, şampiyonu sezon, sezonu
- διαρρέω στα τούρκικα - sızmak, sızabilir, anlaşılmak, sızarak, sızmasına
- διαρρήκτης στα τούρκικα - hırsız, hırsızlık, hırsızın, soyguncu
Τυχαίες λέξεις
Διαρκώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kesin, geçen, kati, katlanmak, tahammül, dayanıklı olmak, dayanmak, dayanıklı
Μεταφράσεις: kesin, geçen, kati, katlanmak, tahammül, dayanıklı olmak, dayanmak, dayanıklı