Διορατικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διορατικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прозорлив, проницателно, остър, предвидлив, проницателен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορατικός
διορατικόσ αγγλικα, διορατικός γέροντας γαβριήλ, διορατικός συνώνυμα, διορατικός αντωνυμο, διορατικός γέροντας, διορατικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διορατικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διορίζομαι στα βουλγαρικά - назначен, Назначава, Назначава се, е назначен, Избран
- διορίζω στα βουλγαρικά - правоприемник, възлагам, делегирам, Depute
- διορατικότητα στα βουλγαρικά - прозрение, вникване, проницателност, поглед, представа
- διοργάνωση στα βουλγαρικά - организация, организацията, на организацията, организация на
Τυχαίες λέξεις
Διορατικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: прозорлив, проницателно, остър, предвидлив, проницателен
Μεταφράσεις: прозорлив, проницателно, остър, предвидлив, проницателен