Διορατικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: διορατικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
передбачливий, проникливий, прозорливий, далекозорий, прониклива, чуйний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορατικός
διορατικόσ αγγλικα, διορατικός γέροντας γαβριήλ, διορατικός συνώνυμα, διορατικός αντωνυμο, διορατικός γέροντας, διορατικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διορατικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διορίζομαι στα ουκρανικά - перевертає, призначений, призначену
- διορίζω στα ουκρανικά - асигнувати, улаштовувати, приписати, називати, обладнувати, призначити, присвоювати, ...
- διορατικότητα στα ουκρανικά - проникливість, розуміння, порозуміння
- διοργάνωση στα ουκρανικά - організація
Τυχαίες λέξεις
Διορατικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: передбачливий, проникливий, прозорливий, далекозорий, прониклива, чуйний
Μεταφράσεις: передбачливий, проникливий, прозорливий, далекозорий, прониклива, чуйний