Διορατικός στα λιθουανικά

Μετάφραση: διορατικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įžvalgus, Numatančios, Przenikliwy, Przezorny, Bystry
Διορατικός στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διορατικός

διορατικόσ αγγλικα, διορατικός γέροντας γαβριήλ, διορατικός συνώνυμα, διορατικός αντωνυμο, διορατικός γέροντας, διορατικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διορατικός στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διορίζομαι στα λιθουανικά - skiria, paskirtas, paskirta, Jį skiria, paskyrė
  • διορίζω στα λιθουανικά - skirti, deleguoti, Depute, Paskirti pavaduotoju, Perduoti, Nukreipti
  • διορατικότητα στα λιθουανικά - įžvalga, įžvalgos, pažvelgti, iš vidaus, supratimą
  • διοργάνωση στα λιθουανικά - organizacija, organizavimas, organizacijos, organizavimo
Τυχαίες λέξεις
Διορατικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įžvalgus, Numatančios, Przenikliwy, Przezorny, Bystry