Διπλαρώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διπλαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приветствие, застъпване, препокриване, припокриване, припокриват, се припокриват
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διπλαρώνω
διπλαρώνω συνώνυμα, διπλαρώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διπλαρώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διοχετεύω στα βουλγαρικά - канал, отцеди, източване, оттича, оттичане, отцежда
- διπλανός στα βουλγαρικά - в съседство, съседство, съседната, съседния, съседната стая
- διπλασιάζω στα βουλγαρικά - повтарям, удвоен, на чифтове, двоен, нареждам по двойки
- διπλοκατοικία στα βουλγαρικά - двоен, дуплекс, Duplex, двустранен, двустранен печат
Τυχαίες λέξεις
Διπλαρώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: приветствие, застъпване, препокриване, припокриване, припокриват, се припокриват
Μεταφράσεις: приветствие, застъпване, препокриване, припокриване, припокриват, се припокриват