Διπλαρώνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: διπλαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
átfedés, átfedések, átfedést, átfedési, átfedéseket
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διπλαρώνω
διπλαρώνω συνώνυμα, διπλαρώνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διπλαρώνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διοχετεύω στα ουγγρικά - meder, csatorna, leeresztő, engedje le, folyik, lefolyó
- διπλανός στα ουγγρικά - szomszédban, mellette lakik, a szomszédban, szomszédos, szomszéd
- διπλασιάζω στα ουγγρικά - kétszeresen, kettesben, iker, kétszeres, duplikátum, páros
- διπλοκατοικία στα ουγγρικά - kettős, duplex, kétoldalas, a duplex, a kétoldalas
Τυχαίες λέξεις
Διπλαρώνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: átfedés, átfedések, átfedést, átfedési, átfedéseket
Μεταφράσεις: átfedés, átfedések, átfedést, átfedési, átfedéseket