Διπλαρώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διπλαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sobreposição, sobreposições, de sobreposição, superposição, sobrepõem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διπλαρώνω
διπλαρώνω συνώνυμα, διπλαρώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διπλαρώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διοχετεύω στα πορτογαλικά - canalha, tradução, canal, remeter, trespassar, mandar, enviar, ...
- διπλανός στα πορτογαλικά - adjacente, próximo, junto, contíguo, apenso, vizinho, ao lado, ...
- διπλασιάζω στα πορτογαλικά - duplo, pontilhar, dobro, dúplice, ponto, geminado, geminados, ...
- διπλοκατοικία στα πορτογαλικά - duplo, duplex, dúplex, frente e verso, de duplex
Τυχαίες λέξεις
Διπλαρώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sobreposição, sobreposições, de sobreposição, superposição, sobrepõem
Μεταφράσεις: sobreposição, sobreposições, de sobreposição, superposição, sobrepõem