Δουλεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δουλεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
работа, работата, труд, работното
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουλεύω
δουλεύω από το σπίτι, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω conjugation, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω πολλές ώρες, δουλεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δουλεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δουλειά στα βουλγαρικά - заемане, задание, занимание, работа, задача, работни места, работата, ...
- δουλειές στα βουλγαρικά - работа, занимание, заемане, бизнес, бизнеса, дейност, на бизнеса, ...
- δοχείο στα βουλγαρικά - куб, контейнер, контейнера, съд, контейнер за
- δούλος στα βουλγαρικά - раб, роб, роби, робиня, слуга, робски
Τυχαίες λέξεις
Δουλεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: работа, работата, труд, работното
Μεταφράσεις: работа, работата, труд, работното