Δουλεύω στα λατινικά
Μετάφραση: δουλεύω, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
opera, opus, factum, labor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουλεύω
δουλεύω από το σπίτι, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω conjugation, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω πολλές ώρες, δουλεύω λεξικό γλώσσας λατινικά, δουλεύω στα λατινικά
Μεταφράσεις
- δουλειά στα λατινικά - factum, res, labor, negotium, servitus, officium, opus, ...
- δουλειές στα λατινικά - negotium, res, causa
- δούλος στα λατινικά - servus, mancipium
Τυχαίες λέξεις
Δουλεύω στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: opera, opus, factum, labor
Μεταφράσεις: opera, opus, factum, labor