Δουλεύω στα νορβηγικά
Μετάφραση: δουλεύω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arbeid, virke, arbeide, arbeidet, arbeids, jobb
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουλεύω
δουλεύω από το σπίτι, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω conjugation, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω πολλές ώρες, δουλεύω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, δουλεύω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- δουλειά στα νορβηγικά - butikk, anliggende, arbeide, beskjeftigelse, jobb, arbeid, forretning, ...
- δουλειές στα νορβηγικά - anliggende, forretning, arbeid, jobb, beskjeftigelse, butikk, forretningsaktivitet, ...
- δοχείο στα νορβηγικά - container, beholder, beholderen
- δούλος στα νορβηγικά - slave, trell, slaven
Τυχαίες λέξεις
Δουλεύω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: arbeid, virke, arbeide, arbeidet, arbeids, jobb
Μεταφράσεις: arbeid, virke, arbeide, arbeidet, arbeids, jobb