Δουλεύω στα σλοβενικά

Μετάφραση: δουλεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delati, zaposlitev, obdelovati, delo, dela, delovni, delu
Δουλεύω στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δουλεύω

δουλεύω από το σπίτι, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω conjugation, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω πολλές ώρες, δουλεύω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, δουλεύω στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • δουλειά στα σλοβενικά - služba, zadání, delo, zaposlitev, naloga, obdelovati, krám, ...
  • δουλειές στα σλοβενικά - krám, firma, poslovni, posel, poslovanje, poslovna, poslovno
  • δοχείο στα σλοβενικά - posoda, zabojnik, kontejner, posodo, container
  • δούλος στα σλοβενικά - otrok, slave, suženj, sužnji, podrejeni, pomožna enota
Τυχαίες λέξεις
Δουλεύω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: delati, zaposlitev, obdelovati, delo, dela, delovni, delu