Δουλεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δουλεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
labor, laborar, trabalhar, palavra, trabalho, obra, trabalhos, de trabalho, o trabalho
Δουλεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δουλεύω

δουλεύω από το σπίτι, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω conjugation, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω πολλές ώρες, δουλεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δουλεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δουλειά στα πορτογαλικά - negócio, arte, transacção, palavra, carga, laborar, trabalhar, ...
  • δουλειές στα πορτογαλικά - indústria, empreitada, carga, profissão, coisa, caso, arte, ...
  • δοχείο στα πορτογαλικά - recipiente, contentor, contêiner, recipiente de, contentores
  • δούλος στα πορτογαλικά - cativo, escravo, chacinar, escravos, escrava, de escravos, slave
Τυχαίες λέξεις
Δουλεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: labor, laborar, trabalhar, palavra, trabalho, obra, trabalhos, de trabalho, o trabalho