Εκκολάπτομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εκκολάπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
люк, шлюз, щрих, люпене, люка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκκολάπτομαι
εκκολάπτομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εκκολάπτομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εκκλησία στα βουλγαρικά - църква, църквата, църковна, храм
- εκκλησίασμα στα βουλγαρικά - събрание, паство, конгрегация, събранието, срещане
- εκκρίνω στα βουλγαρικά - освобождение, отделям, изпускам, изпотявам, излъчват, се изпотявам
- εκκρεμότητα στα βουλγαρικά - безстопанственост, неизвестност, временно прекратяване, временно бездействие, изчакване
Τυχαίες λέξεις
Εκκολάπτομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: люк, шлюз, щрих, люпене, люка
Μεταφράσεις: люк, шлюз, щрих, люпене, люка