Εκκολάπτομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: εκκολάπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liukas, anga, durelės, išperinti, brūkšniuoti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκκολάπτομαι
εκκολάπτομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εκκολάπτομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εκκλησία στα λιθουανικά - bažnyčia, bažnyčios, bažnyčių, Church, bažnyčią
- εκκλησίασμα στα λιθουανικά - kongregacija, susirinkimas, susirinkusieji, kongregacijos, kongregaciją
- εκκρίνω στα λιθουανικά - trykšti, almėti, išsiskiria, trykšta, Išskirti
- εκκρεμότητα στα λιθουανικά - laikinas sustabdymas, laikinas panaikinimas, Laikinas neveikimą, Jokių savininko, Laikinas nutraukimas
Τυχαίες λέξεις
Εκκολάπτομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: liukas, anga, durelės, išperinti, brūkšniuoti
Μεταφράσεις: liukas, anga, durelės, išperinti, brūkšniuoti