Εκκολάπτομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: εκκολάπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
luik, broedsel, doorgeefluik, vluchtluik, uitkomen
Εκκολάπτομαι στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκκολάπτομαι

εκκολάπτομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκκολάπτομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκκλησία στα ολλανδικά - kerk, kerkgebouw, bedehuis, Church, de kerk, gemeente, kerk van
  • εκκλησίασμα στα ολλανδικά - congregatie, gemeente, vergadering, samenkomst, gemeenschap
  • εκκρίνω στα ολλανδικά - verlossen, loslaten, uitscheiden, afhelpen, bevrijding, afscheiden, uitlaten, ...
  • εκκρεμότητα στα ολλανδικά - uitstel, onbeheerdheid, onbesuisdheid, toestand van onzekerheid, tijdelijke opschorting
Τυχαίες λέξεις
Εκκολάπτομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: luik, broedsel, doorgeefluik, vluchtluik, uitkomen