Εμπλέκομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εμπλέκομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръмжене, озъбване, обърквам, зъбене, озъбвам се
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπλέκομαι
εμπλέκομαι μετάφραση, εμπλέκομαι κλιση, εμπλέκομαι συνώνυμα, εμπλέκομαι αοριστος, εμπλέκομαι στα αγγλικα, εμπλέκομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εμπλέκομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εμπιστεύομαι στα βουλγαρικά - доверие, доверието, на доверие, на доверието
- εμπιστοσύνη στα βουλγαρικά - доверие, увереност, доверието, доверието на, на доверието
- εμπλέκω στα βουλγαρικά - уплитам, захваща, улавянето, зацепвам, улавянето на
- εμπλουτίζω στα βουλγαρικά - обогатявам, обогати, обогатят, обогатяват, обогатяване на
Τυχαίες λέξεις
Εμπλέκομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ръмжене, озъбване, обърквам, зъбене, озъбвам се
Μεταφράσεις: ръмжене, озъбване, обърквам, зъбене, озъбвам се