Εμπλέκομαι στα ουγγρικά

Μετάφραση: εμπλέκομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vicsorog, vicsorgás, morgás, vicsorogva, bonyodalom
Εμπλέκομαι στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπλέκομαι

εμπλέκομαι μετάφραση, εμπλέκομαι κλιση, εμπλέκομαι συνώνυμα, εμπλέκομαι αοριστος, εμπλέκομαι στα αγγλικα, εμπλέκομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εμπλέκομαι στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εμπιστεύομαι στα ουγγρικά - tröszt, érdekszövetkezet, célvagyonrendelés, bizalom, bizalmat, a bizalom, bizalmi, ...
  • εμπιστοσύνη στα ουγγρικά - célvagyonrendelés, pökhendiség, érdekszövetkezet, bizakodás, tröszt, bizalom, bizalmat, ...
  • εμπλέκω στα ουγγρικά - behálóz, más módon beleakadnak, módon beleakadnak, behálózó, beleakadnak
  • εμπλουτίζω στα ουγγρικά - gazdagítják, gazdagítani, gazdagítja, gazdagítsa, gazdagítsák
Τυχαίες λέξεις
Εμπλέκομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vicsorog, vicsorgás, morgás, vicsorogva, bonyodalom