Εμποδίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εμποδίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полоса, сензационна новина, каскадьор, Stunt, трик, каскада
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμποδίζω
εμποδίζω english, εμποδίζω συνώνυμα, εμποδίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εμποδίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εμπλουτίζω στα βουλγαρικά - обогатявам, обогати, обогатят, обогатяват, обогатяване на
- εμπνέω στα βουλγαρικά - кисна, преливане на, се влеят, инфузира, се инфузира
- εμποδισμός στα βουλγαρικά - блокиране, пречене, блокиране на, пречене на, блокира
- εμπορεύματα στα βουλγαρικά - стока, стоки, стоките, товари
Τυχαίες λέξεις
Εμποδίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: полоса, сензационна новина, каскадьор, Stunt, трик, каскада
Μεταφράσεις: полоса, сензационна новина, каскадьор, Stunt, трик, каскада