Εμποδίζω στα δανικά

Μετάφραση: εμποδίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hindre, forhindre, bar, stunt
Εμποδίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποδίζω

εμποδίζω english, εμποδίζω συνώνυμα, εμποδίζω λεξικό γλώσσας δανικά, εμποδίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εμπλουτίζω στα δανικά - berige, beriger, berigelse, at berige, berigelse af
  • εμπνέω στα δανικά - indgyde, tilføre, infusion, infusion af, gennemtrænge
  • εμποδισμός στα δανικά - blokering, blokere, at blokere, blokerer, blokerende
  • εμπορεύματα στα δανικά - handle, varer, varerne, gods, goder
Τυχαίες λέξεις
Εμποδίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hindre, forhindre, bar, stunt