Εμποδίζω στα σλοβενικά

Μετάφραση: εμποδίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bránit, drog, bar, stunt, Kaskader, Majstorija, dvigi, kaskaderjev
Εμποδίζω στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποδίζω

εμποδίζω english, εμποδίζω συνώνυμα, εμποδίζω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εμποδίζω στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • εμπλουτίζω στα σλοβενικά - obogatit, bogatijo, obogatiti, obogatijo, obogatili, obogatilo
  • εμπνέω στα σλοβενικά - vzbudit, spogledujejo, se spogledujejo, smete, napolni, Sipati
  • εμποδισμός στα σλοβενικά - blokiranje, blokiranja, blokira, blokado, blokiranjem
  • εμπορεύματα στα σλοβενικά - blago, blaga, proizvodi, izdelki
Τυχαίες λέξεις
Εμποδίζω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: bránit, drog, bar, stunt, Kaskader, Majstorija, dvigi, kaskaderjev