Εμποδίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εμποδίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поперечний, буфет, косий, попереджуючий, перепиняти, заважати, судження, забороняти, трюк
Εμποδίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποδίζω

εμποδίζω english, εμποδίζω συνώνυμα, εμποδίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμποδίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εμπλουτίζω στα ουκρανικά - удобрювати, збагатіть, прикрашувати, збагачувати, збагачуватиме
  • εμπνέω στα ουκρανικά - респіратор, натхненник, інжектор, наполягати, настоювати, наполягатиме, наполягатимуть, ...
  • εμποδισμός στα ουκρανικά - запобігання, блокування, заблокувати
  • εμπορεύματα στα ουκρανικά - найманий, найомний, продажний, найманець, товари
Τυχαίες λέξεις
Εμποδίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поперечний, буфет, косий, попереджуючий, перепиняти, заважати, судження, забороняти, трюк