Εμποδίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμποδίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bar, forða, hindra, þófta, Stunt, glæfrabragð
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμποδίζω
εμποδίζω english, εμποδίζω συνώνυμα, εμποδίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμποδίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμπλουτίζω στα ισλανδικά - auðga, að auðga, auðgað, fallin, þess fallin
- εμπνέω στα ισλανδικά - unnblása, fylla, gæða, inndælingar, inndælingar á, að fylla
- εμποδισμός στα ισλανδικά - sljór, blokka, að hindra, hamla, að hamla
- εμπορεύματα στα ισλανδικά - vörur, vöru, vörum, vara, vörurnar
Τυχαίες λέξεις
Εμποδίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bar, forða, hindra, þófta, Stunt, glæfrabragð
Μεταφράσεις: bar, forða, hindra, þófta, Stunt, glæfrabragð