Εμποδίζω στα νορβηγικά
Μετάφραση: εμποδίζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hindre, bar, forebygge, forhindre, stunt, stuntet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμποδίζω
εμποδίζω english, εμποδίζω συνώνυμα, εμποδίζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εμποδίζω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- εμπλουτίζω στα νορβηγικά - berike, beriker, å berike, anrike, rikere
- εμπνέω στα νορβηγικά - inspirere, sette mot, tilføre, sette mot i, tilfører, sette
- εμποδισμός στα νορβηγικά - blokkering, blokkerer, blokkere, blokker, å blokkere
- εμπορεύματα στα νορβηγικά - varer, gods, varene, svarer
Τυχαίες λέξεις
Εμποδίζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: hindre, bar, forebygge, forhindre, stunt, stuntet
Μεταφράσεις: hindre, bar, forebygge, forhindre, stunt, stuntet