Εμποδίζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εμποδίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трук
Εμποδίζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποδίζω

εμποδίζω english, εμποδίζω συνώνυμα, εμποδίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εμποδίζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εμπλουτίζω στα λευκορωσικά - абагачаць, узбагачаць, ўзбагачаць, узбагачае, ўзбагаціць
  • εμπνέω στα λευκορωσικά - настойваць
  • εμποδισμός στα λευκορωσικά - блакавання, блакіроўкі, блакаванні
  • εμπορεύματα στα λευκορωσικά - тавары
Τυχαίες λέξεις
Εμποδίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: трук