Εμποδίζω στα ρουμανικά

Μετάφραση: εμποδίζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gratie, bar, bloca, tur de forță, cascadorie, Stunt, cascador, de cascadorii
Εμποδίζω στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποδίζω

εμποδίζω english, εμποδίζω συνώνυμα, εμποδίζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εμποδίζω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • εμπλουτίζω στα ρουμανικά - îmbogăți, îmbogățească, îmbogățirea, imbogati, îmbogățesc
  • εμπνέω στα ρουμανικά - infuza, infuzeze, insufla, infuzat, se infuzeze
  • εμποδισμός στα ρουμανικά - blocare, blocarea, de blocare, împiedicat, blochează
  • εμπορεύματα στα ρουμανικά - comerţ, bunuri, mărfuri, marfuri, mărfurilor, bunurilor
Τυχαίες λέξεις
Εμποδίζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: gratie, bar, bloca, tur de forță, cascadorie, Stunt, cascador, de cascadorii