Εναντιώνομαι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εναντιώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
противопоставя, противопоставят, противопостави, се противопостави, се противопоставят
Εναντιώνομαι στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εναντιώνομαι

εναντιώνομαι στα αγγλικα, εναντιώνομαι συνώνυμο, εναντιώνομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εναντιώνομαι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εναλλακτικός στα βουλγαρικά - гной, алтернатива, алтернативен, алтернативно, алтернативна, алтернативни
  • εναντίον στα βουλγαρικά - против, срещу, от, с, спрямо
  • εναργής στα βουλγαρικά - ярък, ярки, живо, живи, жив
  • εναρμονίζω στα βουλγαρικά - хармонизира, хармонизират, хармонизиране, хармонизиране на, се хармонизират
Τυχαίες λέξεις
Εναντιώνομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: противопоставя, противопоставят, противопостави, се противопостави, се противопоставят