Εναντιώνομαι στα τσεχικά
Μετάφραση: εναντιώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odporovat, vzdorovat, čelit, postavit, námitky proti, oponovat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εναντιώνομαι
εναντιώνομαι στα αγγλικα, εναντιώνομαι συνώνυμο, εναντιώνομαι λεξικό γλώσσας τσεχικά, εναντιώνομαι στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- εναλλακτικός στα τσεχικά - odlišný, různý, odchylný, varianta, alternativa, alternativní, alternativou, ...
- εναντίον στα τσεχικά - vůči, po, proti, před, na, oproti
- εναργής στα τσεχικά - světlý, celý, vyčistit, zřejmý, ozřejmit, uvolnit, čirý, ...
- εναρμονίζω στα τσεχικά - sladit, ladit, harmonizovat, harmonizaci, harmonizace, v soulad
Τυχαίες λέξεις
Εναντιώνομαι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: odporovat, vzdorovat, čelit, postavit, námitky proti, oponovat
Μεταφράσεις: odporovat, vzdorovat, čelit, postavit, námitky proti, oponovat