Εναντιώνομαι στα σλοβενικά

Μετάφραση: εναντιώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
postavit, nasprotujejo, nasprotovati, nasprotovala, nasprotuje, nasprotoval
Εναντιώνομαι στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εναντιώνομαι

εναντιώνομαι στα αγγλικα, εναντιώνομαι συνώνυμο, εναντιώνομαι λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εναντιώνομαι στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • εναλλακτικός στα σλοβενικά - varianta, alternativa, alternative, alternativna, alternativni, alternativno
  • εναντίον στα σλοβενικά - proti, pred, zoper, ob, glede
  • εναργής στα σλοβενικά - svetel, jasen, vivid, živahni, živa, živ, žive
  • εναρμονίζω στα σλοβενικά - sladit, uskladiti, uskladitev, uskladila, uskladi, uskladijo
Τυχαίες λέξεις
Εναντιώνομαι στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: postavit, nasprotujejo, nasprotovati, nasprotovala, nasprotuje, nasprotoval