Εναντιώνομαι στα ισλανδικά

Μετάφραση: εναντιώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
móti, á móti, gegn, andmæla, standa gegn
Εναντιώνομαι στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εναντιώνομαι

εναντιώνομαι στα αγγλικα, εναντιώνομαι συνώνυμο, εναντιώνομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εναντιώνομαι στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εναλλακτικός στα ισλανδικά - val, valkostur, aðra, kostur, annað
  • εναντίον στα ισλανδικά - gegn, móti, á móti, við, gagnvart
  • εναργής στα ισλανδικά - auðsær, auðséður, bersýnilegur, skær, líflegar, Skýrt, ljóslifandi
  • εναρμονίζω στα ισλανδικά - samræma, samhæfa, að samræma, samrÃ|ma, samræmingu
Τυχαίες λέξεις
Εναντιώνομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: móti, á móti, gegn, andmæla, standa gegn