Εναντιώνομαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: εναντιώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
противитись, пручатися, пручатись, мішати, виступати проти, виступатиме проти, виступатимуть проти
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εναντιώνομαι
εναντιώνομαι στα αγγλικα, εναντιώνομαι συνώνυμο, εναντιώνομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εναντιώνομαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εναλλακτικός στα ουκρανικά - зміни, альтернатива, є альтернатива
- εναντίον στα ουκρανικά - проти, на-на, до, версії, на, з, обіді-на, ...
- εναργής στα ουκρανικά - стерти, очевидний, чистий, прозорий, ясно, світлий, ясний, ...
- εναρμονίζω στα ουκρανικά - розміряти, узгоджувати, гармоніювати, гармонізувати, згармонізувати
Τυχαίες λέξεις
Εναντιώνομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: противитись, пручатися, пручатись, мішати, виступати проти, виступатиме проти, виступатимуть проти
Μεταφράσεις: противитись, пручатися, пручатись, мішати, виступати проти, виступатиме проти, виступатимуть проти